|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βεγγαλέζικος? — — εμβέλεια — μολύβδαινα — ξεφάντωση — άπαυτος — κοψοχείλης — τρυποχέρης — κατάρτιση — φωλίτης — αφεντάνθρωπος — ξεπασσάλωμα — μαλαγρώνω — χορταστικός — ηρωοοποιούμαι — επτάλοφος — άγκουρα — μαρτυριά — δομαλιστήριον — ταξιάρχης — δυσμενής — εξαγνισμός — ανακλητός |
|||