Новогреческий словарь
μονοκατοικία
μονοκατοικία
η
особняк
(для одной семьи);
одноквартирный дом
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
особняк
? —
μονοκατοικία
как на
(ново)греческом
будет слово
одноквартирный дом
? —
μονοκατοικία
как с
(ново)греческого
переводится слово
μονοκατοικία
? — особняк, одноквартирный дом
#
(ново)греческий словарь
—
καπιταλάκι
—
αυτοπροαίρετα
—
αυτογένεια
—
αιθυλαιθήρας
—
τρεχάματα
—
συγκρητισμός
—
διαφλέγω
—
θεατός
—
τετραώροφος
—
βιδωτήρι
—
ασθενωπία
—
αφιλάδελφος
—
μουνόχειλα
—
επαπειλούμενος
—
μετημφιεσμένος
—
αδιασαφήνιστος
—
πανευδαίμων
—
αξιομακάριστος
—
εκφορτωτικά
—
διάμηκες
—
δυναμομέτρηση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве