Новогреческий словарь
τάχυνση
τάχυνση
ускорение
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ускорение
? —
τάχυνση
как с
(ново)греческого
переводится слово
τάχυνση
? — ускорение
#
(ново)греческий словарь
—
σεισμόπληκτος
—
εικοσάλεπτο
—
ζωοψυχολογία
—
ασκίαστος
—
αρβυλάς
—
ασματογράφος
—
ξερνω
—
καπελλιέρα
—
συσπουδάζω
—
πταρνίζομαι
—
Μεγαλοβδόμαδο
—
αρθρικός
—
ξετυλίγω
—
έκχωση
—
λέβητας
—
ξαναστέλνω
—
ωοτόκος
—
συμφύομαι
—
φτασμένος
—
στερεοχρωμία
—
σπαζοκεφαλιάζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве