Новогреческий словарь
εκρίθη
εκρίθη
αόρ. от κρίνομαι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκρίθη
? —
#
(ново)греческий словарь
—
συννεφόσκιαστος
—
προσαγορεύω
—
βωλοδέρνω
—
αερινός
—
δεκαδάρχης
—
καρμίρισσα
—
οργασμός
—
τριγυρίστρα
—
μεγάλυνσις
—
τυπικό
—
αρχοντοπούλα
—
άισμπεργκ
—
ανεκφόρτωτος
—
απιδωτός
—
ορμαθός
—
βαθμιαία
—
πηγαιμός
—
νιαουρίζω
—
δεματοποιώ
—
χάβρα
—
μήνιγγος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве