|
до; ~ ώρας или ~ τούδε — до сих пор, до сего времени; ~ ότου — пока, до тех пор пока #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово до? — άχρι как с (ново)греческого переводится слово άχρι? — до — ενστασιολογία — κλειστοφοβικός — ανέμελα — ιδιολάτρις — χρονικά — Γιούνης — διασκελω — οπωροκηπευτικά — αναμιγνύω — αναπόσβεστος — παραβάτις — συνδιαλλάσσομαι — φετιχιστικός — καλοκαιράκι — φουμίζω — ψυχογραφία — λορυγγολόγος — παγίδευση — σέλλωμα — απάχισσα — αγαλματίδιο |
|||