|
αόρ. от καθορώ #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κατείδον? — — κατασκηνώτρια — κτηματικός — κακοδιοίκηση — δύσχρηστος — οκνιά — βαρβαρισμός — μανταρίστρια — οπισθοδρομικότητα — διαλευκαίνω — αργυρένιος — οστεόφθιση — οβελίας — φανοποιός — αυθάδισσα — σωροβολιάζομαι — σουρωτήρι — γενναιοπρεπής — ισχυροποιώ — καλαμοσάκχαρο — εκτιμητικός — σάξιμο |
|||