|
ο тех. верньер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово верньер? — βερνιέρος как с (ново)греческого переводится слово βερνιέρος? — верньер — ενασχολώ — λαρυγγόφωνος — μαλακιστήρι — αναξιωσύνη — ημίγυμνος — διασπάθηση — ακίνητος — φίμωση — εγκαρδιακός — αυγάτιση — αγωγός — καλομεταχειρίζομαι — μεταθετόν — αιμαλωπία — διάζωση — διψήφιος — μαγκουριά — γομάρια — ιταμός — διαχωρισμένος — βραχώδης |
|||