|
το карикатура; шарж;; φιλικό ~ — дружеский шарж #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово карикатура? — γελοιογράφημα как на (ново)греческом будет слово шарж? — γελοιογράφημα как с (ново)греческого переводится слово γελοιογράφημα? — карикатура, шарж — λιμιώνας — οχεία — ψυχοπομπός — πεταλωτής — αντικρινός — συγκατανεύω — γεώδης — θεολογώ — εκτυφλωτικός — βιοτεχνία — αρχαϊσμός — επανωβελονιά — φτεροκοπώ — κοντροπλακέ — ζήτης — λαουτάρης — συνωμοσιολογία — αηδιάζω — θανατηφόρα — τσαντήρι — ανασκιρτώ |
|||