|
ο канадец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово канадец? — Καναδός как с (ново)греческого переводится слово Καναδός? — канадец — ωμά — παραδειγματικά — αθρησκεία — κουρελόχαρτο — δενδροφύτευση — βομβαρδιστικό — ξεδοντιασμένος — αφηρημένο — αυτοαναφλέγομαι — σιχαίνομαι — εξαίρετα — χρυσήλατος — απόσκιο — αποκαλώ — επιφανής — μυομήτριο — άγενος — κρανιοσκοπικός — μέλω — ρεβιθιά — εσωτερικός |
|||