Новогреческий словарь
εδάρην
εδάρην
παθ. αόρ. от δέρνω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εδάρην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
γαλανόλευκος
—
πανοικτίρμων
—
άοκνος
—
βιογεωγραφία
—
μεσοχείμωνο
—
καστανοπώλης
—
αντικρύ
—
ανδρωνίτης
—
κτιστός
—
αναγομωμένος
—
χαϊδεύομαι
—
ευδαιμονισμός
—
οξειδώνομαι
—
κατατακτήριος
—
επιβάρυνση
—
διενέργεια
—
παλλάδιο
—
ξανανέωμα
—
θεοσοφία
—
ακληρονόμητος
—
ανεπάρκεια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве