|
труженик; трудяга #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово труженик? — δουλευτάρα как на (ново)греческом будет слово трудяга? — δουλευτάρα как с (ново)греческого переводится слово δουλευτάρα? — труженик, трудяга — έμμεσος — βρύο — φαρδιά — συνειδητός — ακάλεστος — χαμολίβανο — καλαφατικόν — ενιαχού — τυλώνω — ακαταληψία — τιτλούχος — επικουρνκός — απαθανάτιση — βαρύτης — αξετίμωτος — φτωχαίνω — χωλότητα — αγγειοσυσταλτικός — καρεκλοθήρας — αγριο- — καλπονόθευση |
|||