|
неотведённый (о водах); стоячий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неотведённый? — αδιοχέτεοτος как на (ново)греческом будет слово стоячий? — αδιοχέτεοτος как с (ново)греческого переводится слово αδιοχέτεοτος? — неотведённый, стоячий — καραβινιέρος — εκβιαστικός — χαίνων — φλαμπουριάρης — σμιλάρι — έναιμος — ξαμώνω — σκευωρώ — ψιλολόγημα — εμβαδομέτρηση — μωρούλι — φωτοταξία — ασπροφρυδού — σιτιοδόχη — πετροσέλινο — σφυγμογράφημα — λιοτρόπι — αφρόψαρο — χοντρο- — κατάδρομος — φυλάχτρα |
|||