Новогреческий словарь
αδιοχέτεοτος
αδιοχέτεοτ|ος
неотведённый
(о водах);
стоячий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
неотведённый
? —
αδιοχέτεοτος
как на
(ново)греческом
будет слово
стоячий
? —
αδιοχέτεοτος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αδιοχέτεοτος
? — неотведённый, стоячий
#
(ново)греческий словарь
—
μεταλλουργική
—
κατάσχω
—
ψαροκόκκαλο
—
ψευτοκουλτουριάρα
—
συρτός
—
μεταλλογραφία
—
αξιόμεμπτος
—
σπορίσματα
—
συρματόβεργα
—
μαυρόκοτα
—
δυσκολοχώνευτος
—
φωσφορικός
—
κηροειδής
—
εδαφιστήριον
—
κακοπαντρειά
—
μοναρχικώς
—
ανιαρός
—
χρένο
—
ψύξη
—
ακράτητος
—
κοσκινάς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве