Новогреческий словарь
αυτοσκοπός
αυτοσκοπός
ο
самоцель
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
самоцель
? —
αυτοσκοπός
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυτοσκοπός
? — самоцель
#
(ново)греческий словарь
—
πισσάσφαλτος
—
κατάταξη
—
δικαιοπραξία
—
ταχύπτερος
—
σβύνω
—
κρυσταλλογραφικός
—
βογγηχτό
—
αιμοστατικός
—
χρυσοποιία
—
μισοκοιμισμένος
—
καθυστερημένος
—
μαλαϊκός
—
ακουαρέλα
—
μπουλούκα
—
υπεκφεύγω
—
ανδρομανής
—
ολόξανθος
—
κυρός
—
παλληκαράκι
—
πύρωμα
—
φάλκόνι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве