Новогреческий словарь
ελάφειος
ελάφει|ος
олений
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
олений
? —
ελάφειος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ελάφειος
? — олений
#
(ново)греческий словарь
—
προεκλογικός
—
μπασκετμπολίστας
—
διακρίβωση
—
πνευστίαση
—
προσδόκιμα
—
εκποίηση
—
απολιχνίζω
—
αγγειοπλαστικός
—
επιτηρητικός
—
ασκημούτσικα
—
αποκεντρωτικός
—
χρεόλυτρο
—
γαστρίτιδα
—
σακχαρώδης
—
σμαλτωμένος
—
δημοσιότητα
—
πλατύρρινος
—
αυθάδης
—
ιδιορρυθμία
—
ενδυτός
—
βαθυγάλανος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве