Новогреческий словарь
γαληνότατος
γαληνότατ|ος
(превосх. ст. от γαληνός) :
η Αυτού Γαληνότατη Υψηλότης — [phrase]его величество[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
γαληνότατος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
διακοσμώ
—
ανατριψιθεραπεία
—
ιπποφάγος
—
παρηγορητικός
—
ατσίδι
—
διακυμαντικός
—
αρχειοθέτηση
—
κοντολογία
—
παραπομπή
—
εγκαίνια
—
αδένια
—
γερμανικός
—
συκή
—
ανανεωτικός
—
γρέζα
—
ανασκελώνομαι
—
οινομαγειρείο
—
αφροστέφανος
—
μπαλώνω
—
μισοχρονής
—
βαριοκοιμούμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве