Новогреческий словарь
ποιμενικός
ποιμενικός
пастушеский
;
~ κύων — овчарка
;
~ή ποίηση — пасторальная поэзия, пастораль
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пастушеский
? —
ποιμενικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ποιμενικός
? — пастушеский
#
(ново)греческий словарь
—
ξηροκλίβανος
—
αγελαδίσιος
—
βούρλο
—
πρωταρχίνισμα
—
σέλλωμα
—
περιλάλητος
—
αντάξια
—
θειαφής
—
ναυλώτρια
—
παγανιστικός
—
αποθηριώνομαι
—
αρμίδι
—
καραγκούναρος
—
χρήζω
—
νέασις
—
αποκλαδεύω
—
αμφικτίονες
—
αδιάπταιστος
—
γαλακτοποσία
—
χολόσκαση
—
ξεδίπλωτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве