Новогреческий словарь
φιμός
φιμός
ο 1)
намордник
;
2)
кляп
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
намордник
? —
φιμός
как на
(ново)греческом
будет слово
кляп
? —
φιμός
как с
(ново)греческого
переводится слово
φιμός
? — намордник, кляп
#
(ново)греческий словарь
—
αδέσμευτος
—
αποκρατικοποιούμαι
—
εξακύλινδρος
—
ξημέρωμα
—
βανίλλη
—
αυτόγραφος
—
αργούτσικα
—
φόρτιση
—
ίαμβος
—
δια-
—
ανεκλάλητος
—
αγιολούλουδο
—
τεκμήριο
—
γαληνιαίος
—
δυσκολοδιήγητος
—
ευχητικός
—
πινακωτή
—
οιωνίζομαι
—
βορβοροφάγος
—
δεκατετράκις
—
Μογγολία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве