Новогреческий словарь
ξομολόγηση
ξομολόγηση
η 1) прям., перен.
исповедь
;
2)
признание
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
исповедь
? —
ξομολόγηση
как на
(ново)греческом
будет слово
признание
? —
ξομολόγηση
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξομολόγηση
? — исповедь, признание
#
(ново)греческий словарь
—
οξυγόνωσις
—
υδατόχρωμα
—
ευρώς
—
χολολιθίαση
—
φετιχιστικός
—
αποτινάζω
—
αγοθόπιστος
—
βροχή
—
θαλπερός
—
άρατ' αθέματα
—
σχεδιοποιημένος
—
δείνας
—
προαγωγικός
—
αντικαπιταλιστικός
—
ακροκέραμος
—
αυτοδιορίζομαι
—
αμνημόνευτος
—
αποκαθηλώ
—
αμερικανίζω
—
φρεσκοβαμμένος
—
λιμνολογία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве