|
глинистый; содержащий белую глину #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово глинистый? — αργιλούχος как на (ново)греческом будет слово содержащий белую глину? — αργιλούχος как с (ново)греческого переводится слово αργιλούχος? — глинистый, содержащий белую глину — συμφιλιώ — μέσος — προτονίς — τυρφώνας — αντεροβγάλτισσα — θαλασσόχαρος — αγκυλώνω — επιστήμη — σελάχι — αγριεμός — ωμότητα — αιματορροώ — φωτοχημικός — αστρίτης — προσφυγοπούλα — υδροθεραπευτικός — γράμματα — καθηκοντολογία — καλογεροπαίδι — προπαρασκευάζω — χλιός |
|||