|
церк. пастырский; ~ή ράβδος — епископский посох #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пастырский? — ποιμαντικός как с (ново)греческого переводится слово ποιμαντικός? — пастырский — φασαριόζος — ισοζύγιο — καθαριστής — κλείνω — μνημοσύνη — εισείλκυσα — σύνταχα — εικοσάρης — αλαφρονούσης — κληροδότρια — βλακίζω — κρεατερός — επιστάθμευση — σαιξπηριστής — απελέκητος — σύσταση — φωτίζω — ελεφαντούργημα — πρωτομάρτυς — δακτυλιωτός — άγιος |
|||