Новогреческий словарь
ξαναρρωσταίνω
ξαναρρωσταίνω
снова заболевать, иметь рецидив
;
από τότε δέν ξαναρρώστησα — [phrase]с тех пор я больше не болел[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
снова заболевать
? —
ξαναρρωσταίνω
как на
(ново)греческом
будет слово
иметь рецидив
? —
ξαναρρωσταίνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξαναρρωσταίνω
? — снова заболевать, иметь рецидив
#
(ново)греческий словарь
—
εκτόδερμα
—
πεολειξία
—
κλινάμαξα
—
βάτ
—
συμπλέκομαι
—
καρουμπαλάκι
—
βράδυνση
—
πεντάρφανος
—
πλείονες
—
παραγοντίζω
—
κοκκινίζω
—
κατηγορούμενο
—
εξεικονίζομαι
—
ελλειψοειδής
—
ξαμολλιέμαι
—
κοσμήτωρ
—
κατοβλητικός
—
πολυτονικό
—
χήρεψη
—
εξορκισμός
—
μυριοστό
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве