Новогреческий словарь
σλαυόφιλος
σλαυόφιλ|ος
1.
славянофильский
2. (о)
славянофил
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
славянофильский
? —
σλαυόφιλος
как на
(ново)греческом
будет слово
славянофил
? —
σλαυόφιλος
как с
(ново)греческого
переводится слово
σλαυόφιλος
? — славянофильский, славянофил
#
(ново)греческий словарь
—
νευροψυχολογία
—
επιτύμβιο
—
μουχρωπός
—
ανορμοστία
—
λιγοψυχώ
—
ασβεσταρειά
—
κηροποιία
—
οπλοπώλης
—
αξιοτίμητος
—
ποταμοπλοΐα
—
στεγανοποίηση
—
μουχλιάζω
—
πολύτομος
—
πράγματι
—
δευτεραγωνιστής
—
αρμενίζομαι
—
διαλλάττομαι
—
ορνιθοκομείο
—
συγχωρώ
—
υδρεύομαι
—
μονοπώληση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве