Новогреческий словарь
βελονοφοβία
βελονοφοβία
η мед.
боязнь острых предметов
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
боязнь острых предметов
? —
βελονοφοβία
как с
(ново)греческого
переводится слово
βελονοφοβία
? — боязнь острых предметов
#
(ново)греческий словарь
—
συλλέκτρια
—
φιλοκττιμοσύνη
—
ψευδομονάδα
—
σφραγιδόλιθος
—
πολλαπλότητα
—
χρεία
—
οιναποθήκη
—
δεσποτισμός
—
Αγαθόφυτο
—
αποξεχνιέμαι
—
καταμαρτυρία
—
συντετριμμένος
—
νοτιοδυτικώς
—
διευθύνω
—
συχυσμένος
—
κωνικός
—
πολυανθρωπία
—
μεταφραστής
—
εντεταμένος
—
ανεύρυσμός
—
διμηνίτικος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве