|
не лёгший спать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не лёгший спать? — απλάγιαστος как с (ново)греческого переводится слово απλάγιαστος? — не лёгший спать — υαλοπώλης — γροθάρι — λούνικ — κορφή — αναλάμπω — μαργαρώδης — συμπεριληπτικός — ερημία — λουροδένω — ξέπλεγμα — αλιάετος — ευκίνητος — αναρρηγνύομαι — χαριτόβρυτος — καμέα — πολεοδομία — γροίκηση — νησιωτικός — ευκάλυπτος — βούρλισμα — γελαδοτόμαρο |
|||