|
το удочка (для ловли ханны) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово удочка? — χαννικό как с (ново)греческого переводится слово χαννικό? — удочка — ανυποστήριχτος — αμείλιχτος — μηνιάτικος — ασκορπιστός — πραγματοποιούμαι — αποτρύγι — διορισμένος — ποσότητα — εγκεντρίς — πασχαλιάτικα — ευκατάποτος — κοντράλτα — αδελφούμαι — ραδιοθεραπεία — κοινωφελής — γυναικοστόλι — μιάμιση — διεθνοποίηση — βυζορρώγι — ψιλορωτάω — καταλογιστόν |
|||