Новогреческий словарь
υποψηφιότητα
υποψηφιότητα
η
кандидатура
;
βάζω (или θέτω, υποβάλλω) - — выставлять кандидатуру
;
αποσύρω τήν υποψηφιότητα μου — снять свою кандидатуру
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кандидатура
? —
υποψηφιότητα
как с
(ново)греческого
переводится слово
υποψηφιότητα
? — кандидатура
#
(ново)греческий словарь
—
τσάτρα-πάτρα
—
κοντόκορμος
—
ανομοιοκαταληξία
—
εσπέριος
—
αηδονάκι
—
κοινάτο
—
αλληλοσπαράζομαι
—
ασήκωτος
—
κοντοφάρδουλος
—
αδικεύω
—
θαυμαστός
—
χρωμοτυπογραφία
—
σιγμός
—
υποφυλακτήρ
—
διοξείδιο
—
στιμμίζω
—
μίασμα
—
παραμελών
—
ρεύομαι
—
ρουμπινένιος
—
προϊδεαστικά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве