Новогреческий словарь


χειρότερο

χειρότερο
το 1. худшее;
          ο άρρωστος πάει στό ~ — [phrase]больному всё хуже и хуже[/phrase];
          τόσο τό ~ — [phrase]тем хуже[/phrase];
          τό ~ — [phrase]хуже всего, самое худшее[/phrase];
          τό ~ απ' όλα είναι ότι... — [phrase]хуже всего то(__,__) что...[/phrase];

2. :

===
          οποίος δε 'δει τά ~α δέ θυμάται τά καλύτερα — посл. [phrase]тот, кто не изведал плохого, не оценит и хорошее[/phrase]


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово худшее? — χειρότερο
как с (ново)греческого переводится слово χειρότερο? — худшее


#(ново)греческий словарьανθρακεμπορίαμεγαλορρημονώαδρίζωπροβιάλειψοφέγγαρολουόμενοςλαλημένοςεκμαυλιστήςκαβγαδάκικωπηλάτημαμακρινόςγουρουνάνθρωποςαντίστασιςποετάστροςκαλαμπαλίκικατάστημαεμπασμαεμπυρεύωγουρλίδισσακατάματαπροφήτις


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω







переводы с персидского языка, литовский словарь, шведско-русский словарь, сборка мебели в Москве