Новогреческий словарь
σαμιακός
σαμιακός
самосский
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
самосский
? —
σαμιακός
как с
(ново)греческого
переводится слово
σαμιακός
? — самосский
#
(ново)греческий словарь
—
πρωτεργάτις
—
τράγιος
—
σκηνοποιός
—
πυκνοφυτευμένος
—
αστένεια
—
δημοσιολογω
—
ενδεκαετία
—
δηλόω
—
λαχανοκομία
—
ανυπομονησιά
—
ποταμόσκυλο
—
απόκοντα
—
σένσι
—
αναζωογονώ
—
σαμαρωμένος
—
σπηλαιολόγος
—
τραπεζιέρης
—
χρησμοδότις
—
φαγοκύτωση
—
αλβανική
—
ναυτόπαις
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве