|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πτωχεία? — — σημάδευμα — σιδερώνω — επιφαίνομαι — σουβάς — νυφοστόλι — ομόλογος — εξιλασμός — αδιαθετώ — ασπάρακτος — καλαπόδι — νεώριον — πιανίστας — μοιρολογήτρα — κοπτικός — αζωογόνητος — διαβολόψειρα — προκομμένος — εξηνταριά — σγουροκέφαλος — επανείδον — πραγματοποιημένος |
|||