Новогреческий словарь
πόντζα
πόντζα
:
πόντζα! — мор. [phrase]по ветру! [/phrase] (команда)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
πόντζα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
συνταίριασμα
—
κουνελώνας
—
ομόδοξος
—
γιανίτσαρος
—
καιροσκοπία
—
μπουρζουάς
—
κλητήρας
—
συμμετρία
—
αλληλοσφάζομαι
—
ποζιτιβισμός
—
διοικητικά
—
επιφέρων
—
τραυματιοφορέας
—
αξιόπρεπα
—
ξινόγλυκος
—
μουρουνόλαδο
—
θεοφύλακτος
—
μεσόπλευρος
—
υψόμετρο
—
κακοΰφαντος
—
καρσινός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве