Новогреческий словарь
δυσκοιλιότητα
δυσκοιλιότητα
η
запор
(кишечника)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
запор
? —
δυσκοιλιότητα
как с
(ново)греческого
переводится слово
δυσκοιλιότητα
? — запор
#
(ново)греческий словарь
—
αποπλύδι
—
αποκρεμάζω
—
σωληνάριο
—
ρωμαίϊκος
—
αποτραβώ
—
προοδευτικότητα
—
ξομολογιούμαι
—
ανασκίρτημα
—
Παρασκευή
—
κοτσανάτος
—
πνευματικά
—
άφθαι
—
ακριτολόγημα
—
μαΐστρα
—
αρωματοποιός
—
λατιφούντια
—
γκαλλιούρης
—
ριζά
—
γνοιάζομαι
—
στάθμη
—
χρονικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве