Новогреческий словарь
πλευροκοπικός
πλευροκοπικός
фланговый
;
~ά πυρά — фланговый огонь
;
βάλλω ~ά πυρά — обстреливать с фланга
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
фланговый
? —
πλευροκοπικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
πλευροκοπικός
? — фланговый
#
(ново)греческий словарь
—
εκμηδένιση
—
κυρίως
—
γράφα
—
κορακίστικα
—
αστροβόλημα
—
γεροντολογώ
—
επιμηκύνω
—
εκποίηση
—
σατινάρισμα
—
μαρξιστικο-λενινιστικός
—
βράχυνση
—
γάστρωμα
—
αποφάγι
—
σφάκα
—
κορνεττίστας
—
δουλόφρων
—
αναμνηστικός
—
χωμάτινος
—
ασήμαντος
—
γεωτρία
—
περιήλιο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве