Новогреческий словарь
δραστηριοποιούμαι
δραστηριοποιούμαι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
δραστηριοποιούμαι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
κεφαλαιούχος
—
ζέρβας
—
υμνωδός
—
υπομονετικός
—
λαφράδα
—
χαλκογραφία
—
αναρχιστικός
—
προγύμναση
—
επαινετέος
—
ιπποστάσιο
—
αναφορικός
—
πυγμαχικός
—
αναμοχλεύω
—
σαρμάκο
—
μινάρω
—
θερμιδομετρία
—
δούλη
—
θυμοσοφικός
—
εδραίωση
—
αχτιδοβολή
—
χαλκουργός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве