|
неотъемлемый; ~α δικαιώματα — неотъемлемые права #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неотъемлемый? — αναφαίρετος как с (ново)греческого переводится слово αναφαίρετος? — неотъемлемый — πιτσιρίκι — πετροβόλισμός — κουτσοχέρης — κακογεννώ — εκπατρίζομαι — εκρηκτήρας — παλαιογενής — τσίγκος — ξεχαρβαλώνω — κλωστικός — κατασκόπευση — αροκάρια — προσμένω — ευθετίζω — υστεραίος — ανάπλεκος — τουπέ — αχρήματος — στοιχειομετρία — βιομηχανοποίηση — άμουσος |
|||