Новогреческий словарь
τεκνοποιητικός
τεκνοποιητικός
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
τεκνοποιητικός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αστραποβόλι
—
κρυπτός
—
θρούβαλο
—
Ιούνης
—
ξομολόγημα
—
επιδιόρθωση
—
χορηγία
—
σουσουράδα
—
σπούδαγμα
—
αμμοδόχος
—
ηλιόφως
—
ανενδοίαστα
—
βιδωτός
—
φέγγος
—
αφεντόπαιδο
—
καταυγάζω
—
οβελίζομαι
—
στεφανώνω
—
ριντώ
—
ξανάστροφη
—
πετσετούλα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве