|
(-ιδος) η кочевница #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кочевница? — σκηνίτις как с (ново)греческого переводится слово σκηνίτις? — кочевница — ίδιος — χούφτιασμα — ζαλώνω — ψυχοχειρουργική — νυχτοπαρωρίτης — μπαρμπεριάτικα — γλιστριόρικος — αποκόλληση — διακόπτω — πολυάσχολος — εβραίϊσσα — ὤνια — στρώνω — λικβινταρισμός — εικονογράφος — κούραση — ράντισμα — αθύμιστος — αραιός — καραβάρα — σκυλάκι |
|||