|
спасительный; целебный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спасительный? — ανθρωποσωτήριος как на (ново)греческом будет слово целебный? — ανθρωποσωτήριος как с (ново)греческого переводится слово ανθρωποσωτήριος? — спасительный, целебный — μυθιστοριογραφία — περιηγητήτρια — αναλύτρια — παλαιολιθικός — αριστερίζων — σιγουράρισμα — ψίχουλο — παραμιλάω — δώνω — αστεροειδής — χαρουπάλευρο — πεπόνι — ετράφην — στείφτης — ουλαμαγός — ζερνεκαδές — καζάνι — τεχνολόγος — δωρικός — κλασματικός — ελλειμμοτίας |
|||