|
конечный, последний #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово конечный? — ληκτικός как на (ново)греческом будет слово последний? — ληκτικός как с (ново)греческого переводится слово ληκτικός? — конечный, последний — Ελβετός — ψυχογλωσσολογία — στρατηγική — γκελ — ταλάντωση — ξυλόσπιτο — μεθοδολογικός — ζηλωτός — τριγύρισμα — κολλεκτίβα — κακκάβη — ρώμη — εποικώ — παρακκλήσι — παγιδεύω — μισητός — βαθύφωνον — χνούδι — λουμπάρδα — πιλάτεμα — γύρωση |
|||