Новогреческий словарь
ανεπιστρεπτί
ανεπιστρεπτί
бесповоротно; безвозвратно
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
бесповоротно
? —
ανεπιστρεπτί
как на
(ново)греческом
будет слово
безвозвратно
? —
ανεπιστρεπτί
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανεπιστρεπτί
? — бесповоротно, безвозвратно
#
(ново)греческий словарь
—
εκγερμανίζω
—
ινδόρνις
—
καριοφίλι
—
ουρανολογία
—
Ενετός
—
γείτονας
—
εθνοφύλακας
—
εδήχθην
—
φυγόδικος
—
κάβω
—
μανούσι
—
εξασφαλιστικός
—
αντιπειθαρχικός
—
επισιτιστικός
—
νερούλιασμα
—
παρέλαση
—
πικρόγλωσσος
—
πορνοπεριοδικό
—
ανομοιομέρεια
—
υπερασπίζω
—
λινοτύπης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве