Новогреческий словарь
κοσμηματοθήκη
κοσμηματοθήκη
η
ларец, шкатулка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ларец
? —
κοσμηματοθήκη
как на
(ново)греческом
будет слово
шкатулка
? —
κοσμηματοθήκη
как с
(ново)греческого
переводится слово
κοσμηματοθήκη
? — ларец, шкатулка
#
(ново)греческий словарь
—
βιβλιοκρισία
—
ξετύλιγμα
—
κωλογλείφτης
—
εντάσσω
—
μολυβδουργία
—
αειφόρος
—
χιλιαναθεμένος
—
ευπάθεια
—
ψαράς
—
δάμασμα
—
διύγρανση
—
έξη
—
αμυκτήριστος
—
σχοίνο
—
αγογγυσιά
—
ξενιτευμός
—
αρχοντομαθαίνω
—
εξεπίτηδες
—
μισανοιγμένος
—
ντιζέζ
—
εξακοσιοστο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве