|
η та(__,__) у которой гноятся глаза #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово та, у которой гноятся глаза? — τσιμπλού как с (ново)греческого переводится слово τσιμπλού? — та, у которой гноятся глаза — λεμφικός — ψωριάρης — ανακρεμάζω — μάστορης — σειράδιον — γιδοβύζι — λεμονόφλουδο — εκποιώ — ντροπιαστικός — μονομεταλλισμός — τριτώνω — μαχμουρλίκι — κατώτατος — δυσπείθεια — χτενίδια — θεματοφύλακας — προσεγγιστικός — διάταξη — καμπαέτι — περιρραίνω — προγναθισμός |
|||