|
серебрить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово серебрить? — ασημοκαπνίζω как с (ново)греческого переводится слово ασημοκαπνίζω? — серебрить — μουσουλούκι — δευτερότητα — θέσμια — παπάρα — δράστης — αντιλογιούμαι — αδίωκτος — υπερκοπώ — τακερός — υποσκιάζω — αποτεφρωτήρας — ασκούργιαστος — διαβολοσκόρπισμα — απόγυρα — μονόδρομος — προσωρινότητα — αρράγιστος — κοραλλιογενής — αγιόρταστος — δενδροφυτεία — μπόδιο |
|||