Новогреческий словарь
φαρδαίνω
φαρδαίνω
(αόρ. φάρδυνα) 1.
расширять
;
2.
расширяться
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
расширять
? —
φαρδαίνω
как на
(ново)греческом
будет слово
расширяться
? —
φαρδαίνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
φαρδαίνω
? — расширять, расширяться
#
(ново)греческий словарь
—
μελιγγόνι
—
επείγει
—
άρτημα
—
ιστιοποιία
—
λυσσόδηκτος
—
λοχαγεύω
—
ανύμφευτος
—
κουτσούνα
—
επιστολογραφία
—
κεραμιδής
—
ξάντρια
—
εγχελύδιον
—
ψυχρούλα
—
σύκινος
—
ισραηλιτικός
—
ορντινάντσα
—
κατάπλωρος
—
τρομαγμένος
—
πατροπαράδοτος
—
καπνοδοχείο
—
δια-
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве