Новогреческий словарь
μεγεθυντικός
μεγεθυντικός
увеличительный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
μεγεθυντικός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
καλλιεργήσιμος
—
στλεγγίδα
—
πλωτήρας
—
δεσποτικός
—
λούσιμο
—
σκοτιδι
—
αυτοπρόσωπος
—
ήρθην
—
αλληλοθουμάζομαι
—
τσιμπλιάζω
—
χυμοποίηση
—
τετραμηνιαίος
—
παράβλαστο
—
φεσάς
—
αγουρογεράζω
—
ανεμοστρόβιλας
—
ουρανόραμα
—
γύψωμα
—
αρεοπαγίτης
—
διεφάνην
—
απιδίτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве