Новогреческий словарь
λατικόν
λατικόν
το
млечный сок
(каучуконосных)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
млечный сок
? —
λατικόν
как с
(ново)греческого
переводится слово
λατικόν
? — млечный сок
#
(ново)греческий словарь
—
αηδιαστικός
—
κέρασος
—
παγερότητα
—
ταυτίζω
—
ετερότης
—
εκατομμυριοστό
—
νταλώνω
—
ανθρακοειδής
—
χτικιό
—
βομβυκοτροφία
—
μακρολογώ
—
ομοιάζω
—
εθνικοσοσιαλισμός
—
σφερδούλακας
—
πλημμελώς
—
γούσλη
—
κλωνί
—
φιλοτελισμός
—
γαλλόφιλος
—
στρυμωχτός
—
συγγέννσσα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве