|
το мотыга #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мотыга? — δικέλλι как с (ново)греческого переводится слово δικέλλι? — мотыга — πυξίον — μέρισμα — γέλασμα — απαραίτητος — ξανθοτρίχα — προσκυνημένος — κενοδοξία — βουρλιάζω — τσιχλογέρακας — φυτοβένθος — ανυπερθέτως — ακουαρελίστας — αερόλιθος — ζεύγλη — χειρομάντης — διαλάλημα — υμνογράφος — επιβοήθημα — οινοβάρελο — θαμπωτικός — χοντρομαλάκας |
|||