Новогреческий словарь
προβατίλα
προβατίλα
η
овечий запах, вонь
(от овец)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
овечий запах
? —
προβατίλα
как на
(ново)греческом
будет слово
вонь
? —
προβατίλα
как с
(ново)греческого
переводится слово
προβατίλα
? — овечий запах, вонь
#
(ново)греческий словарь
—
ανδρικά
—
απέλαση
—
παγγενεσία
—
πετρογραφία
—
λυτρωτικός
—
άρατα-πέρατα
—
ετεροβαρής
—
βεράντα
—
προπέλλα
—
ωφελιμότητα
—
ολιγώτερος
—
ιδεοκρατικός
—
εξοφθαλμισμός
—
απελπισμένα
—
βογκώ
—
διαλογισμός
—
ανδροπρέπεια
—
θεοκρατικό
—
ματισιά
—
λίθιο
—
αχρεώστητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве