|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πλάτυνση? — — ασκήτρια — προκαρυωτικό — προειδοποιούμαι — αθεολόγος — απόπνιξη — απαίρω — άλλαξη — οκταήμερος — ρωμανιστής — πολυπρόσωπος — τειχοποιία — δεκάρικος — γούρλιασμα — σχόλαση — προμάμμη — κλυδωνίζομαι — γιουρουστίζάω — καθολικά — άτεγκτος — κυμάτισμα — κοντύλι |
|||