Новогреческий словарь
ποστάρω
ποστάρω
(αόρ. (ε)ποστάρισα )
ставить, делать ставку
(в игре)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ставить
? —
ποστάρω
как на
(ново)греческом
будет слово
делать ставку
? —
ποστάρω
как с
(ново)греческого
переводится слово
ποστάρω
? — ставить, делать ставку
#
(ново)греческий словарь
—
επαμειβόμενος
—
πλουσιόδωρος
—
απροσάρμοστος
—
αυθορμητισμός
—
αφυλαξία
—
φασκιωμένος
—
πειστήριος
—
διαθηκογράφος
—
ακόκκιστος
—
βδέλλα
—
μποϋκοτάρω
—
διακονιάρος
—
διαχειριστικά
—
σαραντάρισσα
—
αρχαιοπώλις
—
χορηγός
—
αποψινός
—
αεριοταμιευτήρ
—
σκούριασμα
—
αυτοτραυμοτίζομαι
—
αντιπεφωνημένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве