Новогреческий словарь
πορνογραφικά
πορνογραφικά
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
πορνογραφικά
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αναδιοργάνωση
—
εν
—
τετράτροχος
—
διαπυίσκομαι
—
δροσολογάω
—
μαγνάδι
—
αποναρκώνω
—
αποβιομηχάνιση
—
συστοιχίζω
—
ανάλλαγος
—
ραδιόφωνο
—
μελάνιασμα
—
τσουκάνα
—
μέρος
—
πτέρις
—
σιγουρεύω
—
κατάκτηση
—
ενδοκάρδιον
—
πάντρεμα
—
εισρέω
—
Μαυρογένης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве